- παρόδους
- πάροδοςfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
τριπάροδος — ον, Α αυτός που έχει τρεις παρόδους, τρεις εισόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πάροδος] … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
κοίλον — Ο χώρος των αρχαίων θεάτρων που προοριζόταν για το κοινό. Στην αρχαία Ελλάδα το κοινό καθόταν σε βαθμίδες κλιμάκων, υπερυψωμένων σε σχέση με το χώρο της σκηνικής δράσης. Αρχικά το σχήμα του κ. ήταν ορθογώνιο ή τραπεζοειδές (για παράδειγμα, στους… … Dictionary of Greek
πάροδος — η 1. δρόμος μικρός που βγαίνει σε μεγαλύτερο, παρακλάδι του κύριου δρόμου: Η κεντρική οδός έχει πολλές παρόδους. 2. πέρασμα, παρέλευση: Με την πάροδο του χρόνου το συνηθίσαμε το κλίμα. 3. πλαϊνός δρόμος του αρχαίου θεάτρου που οδηγούσε στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)